- ξυριδίδες
- (xyridaceae). Οικογένεια μονοκοτυλήδονων φυτών της τάξης των φαρινωδών, με φυτά πολυετή, ποώδη, αειθαλή, με φύλλα μικρά, στενά, γραμμοειδή ή γραμμοειδή λογχοειδή. Άνθη σε στάχια αρσενικά και θηλυκά, 6 στήμονες, από τους οποίους οι 3 εξωτερικοί με στήμονες και 3 εσωτερικοί, γόνιμοι, συμφυείς με την ωοθήκη. Ο καρπός τους είναι κάψα πολύσπερμη. Η οικογένεια των Ξ. αριθμεί περίπου 200 είδη που ζουν στο νότιο ημισφαίριο και κατατάσσονται σε 3 γένη, από τα οποία το πιο διαδεδομένο είναι η ξυρίδα με 190 είδη.
* * *οι, ή ξυριδοειδή, ταβοτ. μικρή οικογένεια μονοκοτυλήδονων πολυετών φυτών που φυτρώνουν σε ελώδεις τροπικές περιοχές.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. xyridaceae < ξυρίς «είδος τού φυτού ίρις»].
Dictionary of Greek. 2013.